καλοσυνάτος

καλοσυνάτος
-η, -ο
επίρρ. που έχει καλοσύνη, γαλήνιος, ήπιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοσυνάτος — η, ο (Μ καλοσυνάτος) [καλοσύνη] 1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός») 2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως. επίρρ... καλοσυνάτα με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα… …   Dictionary of Greek

  • καλωσυνάτος — η, ο βλ. καλοσυνάτος …   Dictionary of Greek

  • λούδρος — λοῡδρος, α, ον (Μ) 1. πονηρός, κατεργάρης 2. πρόσχαρος, καλοσυνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ludro] …   Dictionary of Greek

  • Λουίζα της Ορλεάνης — (Luise Marie d’Orleans, Παλέρμο 1812 – Οστάνδη 1850). Βασίλισσα του Βελγίου (1832 50). Ήταν κόρη του Λουδοβίκου Φιλίππου, βασιλιά της Γαλλίας, ενώ το 1832 παντρεύτηκε τον Λεοπόλδο Α’, βασιλιά του Βελγίου. Ο καλοσυνάτος χαρακτήρας της κέρδισε την… …   Dictionary of Greek

  • μαλαματένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος με μάλαμα, χρυσάφι, ο χρυσός: Της δώρισε ένα μαλαματένιο βραχιόλι. 2. μτφ., ευγενικός, αγαθός, καλοσυνάτος: Μας σκλάβωσε η μαλαματένια του καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”